έκπηξη

έκπηξη
η (Α ἔκπηξις)
1. πήξη, πήξιμο
2. (για φυτά) ο σχηματισμός πάγου μέσα στα κύτταρα τών φυτών εξαιτίας τής παγωνιάς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”